- αύριο
- (AM αὔριον) επίρρ.Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» — όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησηςβ) «τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον» — το μέλλον θα είναι καλύτερογ) «σήμερ'-αύριο» — πολύ σύντομαδ) «γι' αύριο έχει ο Θεός» — ο θεός θα φροντίσει για το μέλλονε) «αύριο τα λέμε» — πολύ σύντομα θ' αντιστραφούν οι όροιστ) «καλημέρα γι' αύριο» — απάντηση σ' αυτόν που λέει ανόητα ή απαράδεκτα πράγματα)II. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) το αύριο (AM τὴν ἐπαύριον, τὴν αὔριον, ἐς τὸ αὔριον)1. την αυριανή μέρα2. στο προσεχές μέλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αύριον με παρέκταση πιθ. κατά το σήμερον < *αύρι (τοπική πτώση ενός θέματος σε r-, πρβλ. β' συνθετικό του άγχαυρος*) < *αυσρι (πρβλ. λιθ. aušra «αυγή», αρχ. ινδ. usr-a- «του πρωινού», με μετάπτωση του φωνήεντος της ρίζας). Πιθανή επίσης θεωρείται η συγγένεια του τ. αύριον με τα έως, αύως. Η λ. αύριον είναι ήδη γνωστή από τον Όμηρο και την Ιωνική-Αττική.ΠΑΡ. νεοελλ. αυριανός.ΣΥΝΘ. επαύριο(ν), μεθαύριο(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.